κατεστραμμένου

κατεστραμμένου
καταστρέφω
turn down
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναδάσωση — Αποκατάσταση της δασικής βλάστησης που έχει περιοριστεί ή καταστραφεί από διάφορες αιτίες, όπως είναι η υπερβολική και αλόγιστη αποψίλωση, οι πυρκαγιές, οι κατολισθήσεις εδαφών, οι επιδρομές παρασίτων κλπ. Η α. αποτελεί πρόβλημα ζωτικού… …   Dictionary of Greek

  • κορμοβλάστημα — το ο βλαστός που βγαίνει από τη ρίζα ή από το κάτω μέρος τού κορμού ενός κομμένου ή κατεστραμμένου φυτού …   Dictionary of Greek

  • ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • οστεοπλαστική — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση με σκοπό την αποκατάσταση κατεστραμμένου οστού με οστικά μοσχεύματα, αλλ. οστεοπλαστία …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Βατό, Ζαν-Αντουάν — (Jean Antoine Watteau, Βαλανσιέν 1684 – Νοζάν σιρ Μαρν 1721). Γάλλος ζωγράφος. Η περίφημη σειρά των έργων του Αβρές γιορτές (Fêtes galantes) είναι η τελειότερη έκφραση του λεπτού γαλλικού πνεύματος των αρχών του 18ου αι. Λίγες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • ηχοκαρδιογραφία — Εξέταση που χρησιμοποιεί τους υπερήχους (συχνότητας μεγαλύτερης των 20 kHz που δεν γίνονται αντιληπτοί από τον άνθρωπο), οι οποίοι επιτρέπουν στον γιατρό να σχηματίζει εικόνα της εσωτερικής δομής της καρδιάς και των κινήσεών της. Ένα εξάρτημα που …   Dictionary of Greek

  • Ναούρου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον νότιο Ειρηνικό, νότια των Νήσων Μάρσαλ, δυτικά των νησιών Γκίλμπερτ (Kιριμπάτι), στη γραμμή σχεδόν του Ισημερινού.Η χώρα διαιρείται σε 14 περιοχές (πληθυσμιακά στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα): Άιβο (Aiwo),… …   Dictionary of Greek

  • διάλυση — η 1. διαχωρισμός, διασκόρπιση, αποσύνδεση των μελών ενός συνόλου: Πήρα διάφορα ανταλλακτικά μετά τη διάλυση της μηχανής του κατεστραμμένου αυτοκινήτου. 2. φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο μόρια ενός στερεού διαλύονται μέσα σε υγρό για να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”